γεροδεμένος

γεροδεμένος
-η, -ο
βλ. γεροδένω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γεροδεμένος — η, ο 1.ο ρωμαλέος: Τους εμπόδισε ένας γεροδεμένος αστυνομικός. 2. μτφ., ο στέρεος: Η φιλία τους είναι γεροδεμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεροδένω — 1. δένω στερεά 2. (για υποθέσεις ή δουλειές) οργανώνω καλά, εξασφαλίζω 3. (μτχ.) γεροδεμένος, η, ο α) (για πράγματα) στερεός β) (για άνθρωπο) λεβεντόκορμος, ρωμαλέος, αθλητικός …   Dictionary of Greek

  • κορμάτος — η, ο εύσωμος, γεροδεμένος, με ωραίο παράστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορμί + κατάλ. άτος (πρβλ. μελ άτος, ξιδ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • κορμιάζω — [κορμί] 1. κάνω κορμί, αυξάνομαι, ψηλώνω, ρίχνω μπόι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κορμιασμένος, η, ο γεροδεμένος, σωματώδης …   Dictionary of Greek

  • παίδαρος — ο [παιδί] 1. μεγαλόσωμο και εύρωστο μωρό 2. παιδί που παρουσιάζει πρόωρη ανάπτυξη 3. μτφ. όμορφος και γεροδεμένος άνδρας, λεβέντης 4. (κατ επέκτ.) όμορφη γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • Άνεμοι — Μυθολογικά πρόσωπα. Πρόκειται για τερατόμορφες προσωποποιήσεις των στοιχείων της φύσης, που προκαλούν τρόμο στους ανθρώπους, ή ήρεμες και ευεργετικές θεότητες (κανονικοί άνεμοι). Οι πρώτοι αντιπροσωπεύονται από τα τέρατα Τυφάωνα ή Τυφωέα, Έχιδνα …   Dictionary of Greek

  • Γκοσινί, Ρενέ — (Rene Goscinny, Παρίσι 1926 – 1977). Γάλλος σεναριογράφος ιστοριών κόμιξ. Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στα γραφεία του Παγκόσμιου Τύπου στις Βρυξέλλες όπου εργαζόταν,… …   Dictionary of Greek

  • γεροδένω — γερόδεσα, γεροδέθηκα, γεροδεμένος, δένω στέρεα, εξασφαλίζω: Γερόδεσαν την επιχείρησή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεροκαμωμένος — η, ο ο φτιαγμένος στέρεα, ο γεροδεμένος: Χτίσαμε ένα γεροκαμωμένο τοίχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”